- συμπαρίπταμαι
- συμπαρίπταμαιfly along withpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαρίπταμαι — Α 1. πετώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («ἀετῷ νεοσσὸς ἐγγύθεν συμπαριπτάμενος», Γρηγ. Ναζ.) 2.μτφ. παρακολουθώ κάτι κατά την πτήση του («συμπαρίπταται δὲ τοῑς πτηνοῑς τῇ τοῡ νοῡ δυνάμει», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρίπταμαι «πετώ … Dictionary of Greek
συμπαριπτάμενος — συμπαρίπταμαι fly along with pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρίπταται — συμπαρίπταμαι fly along with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαριπτάμην — συμπαρῑπτάμην , συμπαρίπταμαι fly along with imperf ind mp 1st sg συμπαρίπταμαι fly along with imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρίπτατο — συμπαρί̱πτατο , συμπαρίπταμαι fly along with imperf ind mp 3rd sg συμπαρίπταμαι fly along with imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)